Όταν μιλάμε για την οικολογία είναι σαν να μιλάμε για την καθολική ψήφο ή για την κυριακάτικη αργία: στην αρχή, όλοι οι αστοί και όλοι οι υποστηρικτές της τάξης θα αναφωνήσουν: «Mα θέλετε την καταστροφή μας, τον θρίαμβο της αναρχίας, τον αφανισμό μας!» Αργότερα, όταν η φορά των πραγμάτων και η λαϊκή πίεση γίνουν αφόρητες, παραχωρούν όσα χθες ακόμα αρνιόντουσαν, χωρίς όμως τίποτα να αλλάξει στην πραγματικότητα.
Οι απαιτήσεις της οικολογίας, αν ληφθούν υπόψη, συνεχίζουν να[...] έχουν πολλούς αντιπάλους ανάμεσα στους εργοδότες. Ήδη όμως αρκετοί κεφαλαιοκράτες την υποστηρίζουν, έτσι ώστε η αποδοχή αυτών των απαιτήσεων να είναι πλέον πιθανή. Καλύτερα λοιπόν να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο αγώνας υπέρ της οικολογίας δεν είναι αυτοσκοπός, αποτελεί απλώς ένα στάδιο. Μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στον καπιταλισμό και να τον αναγκάσει να δεχθεί αλλαγές. Αφού όμως αντισταθεί δυναμικά και με πονηριές και τελικά υποχωρήσει μπρος στο αναπόφευκτο του οικολογικού αδιεξόδου, θα ενσωματώσει και αυτή τη διάσταση, όπως ενσωμάτωσε και όλες τις υπόλοιπες.
Για τον λόγο αυτό είναι που πρέπει μιας και εξαρχής να θέσουμε το ερώτημα του τι θέλουμε: Έναν καπιταλισμό που προσαρμόζεται στις οικολογικές απαιτήσεις ή μια οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική επανάσταση που καταργεί τους καπιταλιστικούς εξαναγκασμούς, θεμελιώνοντας έτσι μια καινούργια σχέση των ανθρώπων με τη συλλογικότητά τους, με το περιβάλλον τους και με τη φύση; Με άλλα λόγια, μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Μη βιαστείτε να απαντήσετε πως το ζήτημα αυτό είναι δευτερεύουσας σημασίας και ότι προέχει να πάψουμε να ρυπαίνουμε τον πλανήτη σε σημείο που να γίνει ακατοίκητος. Διότι ούτε το να επιζήσουμε αποτελεί αυτοσκοπό. Αξίζει άραγε τον κόπο να επιζήσουμε (καθώς αναρωτιέται ο Ιβάν Ίλιτς) «σ’ έναν κόσμο που θα έχει μεταβληθεί σε πλανητικό νοσοκομείο, σε πλανητικό σχολείο, σε πλανητική φυλακή, και όπου το κύριο μέλημα των μηχανικών της ψυχής θα είναι να κατασκευάσουν ανθρώπους προσαρμοσμένους σ’ αυτή την κατάσταση; (…)»
Κάλλιο να καθορίσουμε από την αρχή για τι πράγμα αγωνιζόμαστε και όχι μόνο ενάντια σε τι. Καλύτερα να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε πώς θα αντιδράσει ο καπιταλισμός και ποιες αλλαγές θα υποστεί μπρος στις οικολογικές πιέσεις, αντί να βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα ότι θα επιφέρουν την εξαφάνισή του.
Όμως, κατ’ αρχάς, πώς εννοούμε τον οικολογικό εξαναγκασμό με οικονομικούς όρους; Πάρτε για παράδειγμα τα γιγαντιαία χημικά συγκροτήματα στην κοιλάδα του Ρήνου, στο Λουντβιγκσχάγκεν (BASF), στο Λεβερκούζεν (Bayer) ή στο Ρότερνταμ (Akzo). Κάθε ένα από τα συγκροτήματα αυτά συνδυάζει τους ακόλουθους παράγοντες:
- φυσικούς πόρους (αέρα, νερό, ορυκτά), που θεωρούνταν μέχρι τώρα δωρεάν, διότι δεν υπήρχε ανάγκη να αναπαραχθούν (αντικατασταθούν).
- μέσα παραγωγής (μηχανές, κτήρια, κ.λπ.) που είναι πάγιο κεφάλαιο, που φθείρονται και που χρειάζεται να αντικατασταθούν (να αναπαραχθούν) κατά προτίμηση με πιο ισχυρά και πιο αποτελεσματικά μέσα, για να δώσουν έτσι στην επιχείρηση ένα πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών.
- ανθρώπινη εργατική δύναμη, που και αυτή χρειάζεται να αναπαραχθεί (πρέπει στους εργαζόμενους να παρασχεθεί τροφή, υγειονομική φροντίδα, κατοικία, επιμόρφωση).
Στην καπιταλιστική οικονομία, ο συνδυασμός αυτών των συντελεστών στους κόλπους της παραγωγικής διαδικασίας έχει ως κύριο σκοπό το κατά το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος (πράγμα που, για μια επιχείρηση που φροντίζει για το μέλλον της, σημαίνει: μέγιστη ισχύ, άρα περισσότερες επενδύσεις, για μεγαλύτερη παρουσία στην παγκόσμια αγορά). Η επιδίωξη αυτού του σκοπού έχει βαθιές επιπτώσεις στον τρόπο συνδυασμού των παραγωγικών συντελεστών και στην αποδιδόμενη στον καθένα σχετική σημασία.
Η επιχείρηση, για παράδειγμα, δεν αναρωτιέται ποτέ πώς θα ενεργήσει ώστε η εργασία να είναι πιο ευχάριστη, ή να ληφθούν καλύτερα υπόψη οι ισορροπίες της φύσης και εκείνες του χώρου διαβίωσης των ανθρώπων, έτσι ώστε τα προϊόντα της να εξυπηρετούν τους στόχους που οι ανθρώπινες συλλογικότητες επιθυμούν. (….)
Και ιδού που, στην κοιλάδα του Ρήνου ιδιαίτερα, ο ανθρώπινος συνωστισμός, η ρύπανση του αέρα και του νερού, έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε η χημική βιομηχανία, για να συνεχίσει τη ανάπτυξή της ή απλώς για να εξακολουθήσει να λειτουργεί, αναγκάζεται να φιλτράρει τους καπνούς και τα απορρίμματά της, με άλλα λόγια να αναπαράγει τις συνθήκες και τους πόρους που μέχρι τότε θεωρούνταν «φυσικά» και παρέχονταν δωρεάν. Αυτή η αναγκαιότητα αναπαραγωγής του περιβάλλοντος θα έχει αναμφισβήτητες συνέπειες: αναγκαίες γίνονται οι επενδύσεις για απορρύπανση, δηλαδή η αύξηση των πάγιων κεφαλαίων. Στη συνέχεια θα πρέπει να εξασφαλιστούν οι ανάλογες αποσβέσεις (αναπαραγωγή) των εγκαταστάσεων καθαρισμού, όταν αντίθετα το προϊόν τους (η σχετική καθαρότητα της ατμόσφαιρας και του νερού) δεν μπορεί να πουληθεί, να φέρει κέρδος.
Με δυο λόγια, έχουμε την ταυτόχρονη αύξηση του ύψους του επενδυμένου κεφαλαίου (της «οργανικής σύνθεσης») και του κόστους αναπαραγωγής του, δίχως την αντίστοιχη αύξηση των πωλήσεων. Κατά συνέπεια, ένα από τα δύο: ή πέφτει το ποσοστό κέρδους ή οι τιμές των προϊόντων ανεβαίνουν. Προφανώς η επιχείρηση θα επιδιώξει να αυξήσει τις τιμές πώλησης. Δεν θα τα καταφέρει όμως και τόσο εύκολα: όλες οι άλλες ρυπαίνουσες επιχειρήσεις (τσιμεντοβιομηχανίας, μεταλλουργίας, σιδηρουργίας,…) θα ζητήσουν και αυτές επίσης να πληρώσει ο τελικός καταναλωτής πιο ακριβά τα προϊόντα τους. Ο συνυπολογισμός λοιπόν των οικολογικών απαιτήσεων θα επιφέρει εντέλει την εξής συνέπεια: οι τιμές θα τείνουν να αυξάνονται πιο γρήγορα από τους πραγματικούς μισθούς, οπότε η λαϊκή αγοραστική δύναμη θα συμπιεστεί και όλο αυτό θα περάσει σαν το κόστος της απορρύπανσης να αφαιρείται αναγκαστικά από τους πόρους που διαθέτει ο κόσμος για την αγορά εμπορευμάτων.
Άρα, η παραγωγή εμπορευμάτων θα τείνει ή σε στασιμότητα ή ακόμη και σε πτώση. Οι τάσεις προς ύφεση θα ενταθούν. Μια τέτοια υποχώρηση της οικονομικής μεγέθυνσης και της παραγωγής, ενώ σε κάποιο άλλο σύστημα θα μπορούσε να αποβεί θετική (λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότερος θόρυβος, καθαρότερη ατμόσφαιρα, μειωμένος ημερήσιος χρόνος εργασίας, κτλ.) θα έχει τώρα ολωσδιόλου αρνητικές επιπτώσεις: οι ρυπαίνουσες παραγωγές θα μετατραπούν σε είδη πολυτελείας, απρόσιτα για τις μάζες, ενώ θα συνεχίζουν να καταναλώνονται από τους προνομιούχους. Οι ανισότητες θα βαθύνουν -οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι.
Τελικά, ο συνυπολογισμός του οικολογικού κόστους θα έχει τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις με την κρίση του πετρελαίου. Και ο καπιταλισμός, αντί να καταρρεύσει, θα τη διαχειριστεί αυτή την κρίση όπως το έκανε ανέκαθεν: ισχυρά οικονομικά συγκροτήματα θα επωφεληθούν από τις δυσκολίες των ανταγωνιστών τους για να τους απορροφήσουν φθηνότερα και να επεκτείνουν έτσι την κυριαρχία τους επί της οικονομίας. Η κεντρική εξουσία θα ενισχύσει τον έλεγχό της επί της κοινωνίας: οι τεχνοκράτες θα υπολογίσουν τους συμφερότερους όρους απορρύπανσης και παραγωγής, θα υπαγορεύσουν κανονισμούς, θα επεκτείνουν τους τομείς «προγραμματισμένου βίου» και το πεδίο δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών. (…)
Ίσως πείτε πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο να συμβεί. Σίγουρα και δεν είναι. Όμως, μάλλον έτσι θα πάνε τα πράγματα εάν ο καπιταλισμός υποχρεωθεί να συνυπολογίσει το οικολογικό κόστος και εφόσον απουσιάσει η πολιτική επίθεση σε όλα τα επίπεδα, με στόχο να του αποσπάσει την κυριαρχία στη δράση και να του αντιτάξει ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό πρόταγμα. Και αυτό διότι οι οπαδοί της αέναης ανάπτυξης έχουν δίκιο τουλάχιστον σε ένα σημείο: στο πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας και του παρόντος πρότυπου κατανάλωσης, βασισμένου στην ανισότητα, στα προνόμια και στην αναζήτηση του κέρδους, η μη-ανάπτυξη ή αρνητική ανάπτυξη το μόνο που μπορούν να σημαίνουν είναι στασιμότητα, ανεργία, μεγέθυνση του χάσματος που χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς. Στο πλαίσιο του παρόντος τρόπου παραγωγής δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί ή να μπει φραγμός στην ανάπτυξη και να γίνει ταυτόχρονα δικαιότερη η κατανομή των διαθέσιμων αγαθών.
Εφόσον ο συλλογισμός μας παραμένει μέσα στα όρια του πολιτισμού αυτού της ανισότητας, η οικονομική μεγέθυνση θα εμφανίζεται στη μάζα των ανθρώπων σαν την υπόσχεση –αυταπάτη στην πραγματικότητα– ότι θα πάψουν κάποτε να είναι «υπο-προνομιούχοι», ενώ η μη-μεγέθυνση, ή και η αποανάπτυξη, θα σημάνει τη δίχως ελπίδα καταδίκη τους στη μετριότητα. Γι’ αυτό δεν είναι τόσο με την οικονομική μεγέθυνση που πρέπει να τα βάλουμε, όσο με την παραπλάνηση που εδραιώνει τη δυναμική των αυξανόμενων αναγκών, αενάως διαψευδόμενη, τον ανταγωνισμό που επιφέρει, ωθώντας τα άτομα να θέλουν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον. Το σύνθημα αυτής της κοινωνίας θα μπορούσε να είναι: αυτό που είναι καλό για όλους δεν έχει καμιά αξία. Δεν θα σε σέβεται κανείς αν δεν έχεις «περισσότερα από τους άλλους».
Αν θέλουμε τη ρήξη με την ιδεολογία της άνευ ορίων ανάπτυξης θα πρέπει να προβάλουμε το αντίθετο: «Αξίζει μόνο ό,τι είναι καλό για όλους. Μόνο εκείνο που δεν παραχωρεί προνόμια σε κανέναν και ούτε μειώνει κανέναν. Τότε θα γίνει δυνατό να είμαστε ευτυχισμένοι με λιγότερο πλούτο και αυτό διότι σε μια κοινωνία δίχως προνόμια δεν υπάρχουν φτωχοί».